τσιμπούσι

τσιμπούσι
και τσυμπούσι, το, Ν
συμπόσιο, φαγοπότι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cumbuş, πιθ. < συμπόσιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσυμπούσι — το, Ν βλ. τσιμπούσι …   Dictionary of Greek

  • giumbuş — GIUMBÚŞ, giumbuşuri, s.n. (Rar) Giumbuşluc. – Din tc. cümbüş. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  GIUMBÚŞ s. v. bufonerie, caraghioslâc, clovnerie, comicărie, giumbuşluc. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  giumbúş s. n. (sil …   Dicționar Român

  • φαγοπότι — το 1. το σύνολο των φαγητών και των ποτών στο τραπέζι: Του βάλανε μπροστά του φαγοπότι. 2. το να τρώει κανείς και συγχρόνως να πίνει οινοπνευματώδη ποτά: Αρχίσανε το φαγοπότι. 3. συμπόσιο, τσιμπούσι, γλέντι, ξεφάντωμα, διασκέδαση: Το ρίξαμε στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”